Τα λεγόμενα food miles ή αλλιώς τροφοχιλιόμετρα είναι η απόσταση που διανύει η τροφή μας από τον τόπο παραγωγής μέχρι να φτάσει στο πιάτο μας. Παρά το γεγονός ότι τα όσπρια είναι στενά συνδεδεμένα με τη μεσογειακή διατροφή και θεωρούνται μέρος της εθνικής μας κουζίνας, τα πραγματικά στοιχεία προέλευσής τους είναι αποκαρδιωτικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO), το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών οσπρίων προέρχεται από εξωτικές χώρες που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Αυτό σημαίνει:
1. μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιβάρυνση λόγω της αυξημένης κατανάλωσης καυσίμων και ενέργειας για να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις,
2. περισσότερη συσκευασία για την ασφαλή μεταφορά τους επομένως και περισσότερα απόβλητα,
3. μεγαλύτερες απώλειες προϊόντων λόγω των μεγαλύτερων αποστάσεων.
Οι εισαγωγές των οσπρίων στην Ελλάδα αποτυπώνονται στο παρακάτω χάρτη:
Πηγή: Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων (FAO), στοιχεία 2011
Συγκρίνετε τις αποστάσεις αυτές με τις ακόλουθες:
1. Τα όσπρια που συσκευάζονται στην άροσις προέρχονται από τη Δυτική Μακεδονία, τον νομό Καστοριάς, τις Πρέσπες, τον νομό Γρεβενών, τον νομό Κοζάνης, από αποστάσεις μικρότερες από 70χλμ από το εργοστάσιο της άροσις.
2. Η φάβα και οι φακές που προέρχονται από τον νομό Λάρισας του οποίου η μέγιστη απόσταση από το εργοστάσιο της άροσις είναι 230χλμ.
3. Τα ρεβίθια καλλιεργούνται στην Καστοριά και τα Γρεβενά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 60χλμ.
4. Το ρύζι έρχεται από τις περιοχές της Χαλάστρας και των Σερρών στο εργοστάσιο της άροσις, μια απόσταση μικρότερη των 200χλμ.
Τα προϊόντα της άροσις (και άλλων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ελληνική πρώτη ύλη) στηρίζουν την τοπική αγροτική οικονομία και τους παραγωγούς στις παραμεθόριες αγροτικές περιοχές, ενισχύουν τις τοπικές ποικιλίες που είναι άριστα προσαρμοσμένες στις ελληνικές συνθήκες, μειώνουν τις εισαγωγές οσπρίων από μακρινές χώρες, μεταφέρονται και συσκευάζονται άμεσα διατηρώντας όλες τις θρεπτικές ουσίες και προστατεύουν στο μεγαλύτερο βαθμό το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται.
Μελέτη/Έρευνα: Χρήστος Καρατζάς, Γεωπόνος, MSc στη Βιώσιμη Ανάπτυξη